- δρέπει
- δρέπωV Apres ind mp 2nd sgδρέπωV Apres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρολόγος — ο (Α ἀκρολόγος, ον) αυτός που συλλέγει, δρέπει τις κορυφές, ο κορφολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + λόγος < λέγω «συλλέγω». ΠΑΡ. ακρολογώ] … Dictionary of Greek
οπωρώνης — ὀπωρώνης, ὁ (Α) 1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.) 2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις τού σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν μετ ὀλίγον… … Dictionary of Greek
Γκετς, Σταν — (Stan Getz, Φιλαδέλφεια 1927 – Μαλιμπού 1991). Αμερικανός μουσικός και συνθέτης της τζαζ. Από τους μεγαλύτερους σαξοφωνίστες της τζαζ του περασμένου αιώνα, ο Γ. ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα μέσα της δεκαετίας του 1940, δηλαδή στο μεσοδιάστημα … Dictionary of Greek
καρπός — ο 1.το προϊόν της τελικής εξέλιξης του άνθους, φρούτο: Έχουμε αγοράσει ξηρούς καρπούς. 2. καρπός των σιτηρών: Σπέρνουν, θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει (δημ. τραγ.). 3. προϊόν, γέννημα: Καρπός παράνομου έρωτα. 4. καλό ή κακό αποτέλεσμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)